1 σύμπτωση
τυχαία σύμπτωση
σύμπτωση γνωμών — совпадение мнений;
σύμπτωση δυσμενών περιστάσεων — стечение неблагоприятных обстоятельств;
κατά σύμπτωση — или εκ σύμπτώσεως — случайно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σύμπτωση